πλαισίῳ

πλαισίῳ
πλαίσιον
oblong case
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαισιώνω — πλαισιῶ, όω, ΝΑ [πλαίσιον] περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, εγκλείω κάτι σε πλαίσιο νεοελλ. μτφ. α) βρίσκομαι γύρω από κάποιον ως βοηθός ή συνεργάτης («τον πρύτανη πλαισιώνουν ικανά στελέχη») β) περιβάλλω κάτι σαν πλαίσιο («ωραία κτήρια πλαισιώνουν την …   Dictionary of Greek

  • πλαισίωι — πλαισίῳ , πλαίσιον oblong case neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”